- νομοδιδάσκαλοι
- νομοδιδάσκαλοςteacher of the lawmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
MINISTER — I. MINISTER Superioris in Ordine Maturinorum nomen est, in Ecclesia Roman. Richelietus. Vide quoque infra in voce Ministri. II. MINISTER in Ecclesia dicitur, homo selectus iure speciali sacra mysteria dispensans. 1. Cor. c. 4. v. 1. Sic de nobis… … Hofmann J. Lexicon universale
SCRIBAE — apud hebraeos dicti sunt duplicis generis homrnes; quorum illi Saeculare, isti Ecclesiasticum obiêre munus. Prioris generis erant, quibus iuventutem in primis Grammaticae elementis, rectâ inprimis scribendi ratione, instruere incumbebat: quos… … Hofmann J. Lexicon universale
Σεβήροι — Όνομα Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Λούκιος Σεπτίμιος Σεβήρος (146 211). Διατέλεσε συγκλητικός, ταμίας, ανθύπατος της Αφρικής και αρχηγός των Λεγεώνων της Ιλλυρίας. Μετά το θάνατο του Περτίνακα, ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας από το στρατό της Ιλλυρίας,… … Dictionary of Greek